- φαιός
- -ά, -ό / φαιός, -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ή Ν1. (ιδίως για το χρώμα τού λυκαυγούς ή τού λυκόφωτος) αυτός που έχει χρώμα μεταξύ λευκού και μαύρου, σκούρος, μουντός2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Φαιάμυθ. αγριόχοιρος που λυμαινόταν την περιοχή τού Κρομμυώνος και ο οποίος φονεύθηκε από τον Θησέανεοελλ.1. γκρίζος, σταχτής2. φρ. α) «φαιά ουσία»ανατ. η περιοχή φαιού χρώματος που φαίνεται στις τομές τού εγκεφάλου και τού νωτιαίου μυελού και σχηματίζεται από τα σώματα τών νευρώνων, σε αντιδιαστολή με τη λευκή ουσίαβ) «φαιοί πυρήνες»ανατ. μάζες από φαιά ουσία που βρίσκονται μέσα στον εγκέφαλογ) «καταναλώνω φαιά ουσία» — καταβάλλω μεγάλη πνευματική προσπάθειαδ) «φαιός παγετός»(μετεωρ.) άλλη ονομασία τού ξηρού παγετούαρχ.μτφ. (για ήχο ή φωνή) βαθύς.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φαι-ός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *gwhәi- «ανοιχτόχρωμος, λαμπερός, φωτεινός», δεν είναι, όμως, δυνατόν να εξακριβωθεί ο τρόπος σχηματισμού του (πιθ. < *φαι-σός ή *φαι-Fος ή *φαι-σFος)βλ. και λ. φαιδρός, φαίδιμος, φαικός].
Dictionary of Greek. 2013.